στημονώδης

στημονώδης
-ες, στημονώδης, -ῶδες, ΝΑ [στήμων, -ονος]
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το στημονώδες
βοτ. φυλλοειδής δομή που προέρχεται από έναν μεταμορφωμένο στήμονα και αποτελεί στείρο στήμονα ορισμένων ανθέων
αρχ.
(για τον ιστό τής αράχνης) αυτός που έχει πολλά και πυκνά νήματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στημονῶδες — στημονώδης having too much warp masc/fem voc sg στημονώδης having too much warp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”